- διασταυρώνω
- διασταύρωσα, διασταυρώθηκα, διασταυρωμένος1. τοποθετώ σταυρωτά: Στην ξιφομαχία, οι αντίπαλοι διασταυρώνουν τα ξίφη τους.2. το παθ., διασταυρώνομαι τέμνομαι, συναντιέμαι σε ορθή γωνία: Σταυροδρόμια ονομάζονται τα σημεία όπου διασταυρώνονται οι δρόμοι.3. συναντιέμαι πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον που έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση: Τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.